- κωμογραμματεία
- κωμογραμμᾰτ-εία, ἡ,A office of κωμογραμματεύς, PTeb.9.4 (ii B.C.), Sammelb.5672, 6025 (both ii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κωμογραμματεία — κωμογραμματεία, ἡ (Α) [κωμογραμματεύς] η υπηρεσία τού κωμογραμματέως … Dictionary of Greek